Η κρυμμένη ιστορία πίσω από την Επταετία και ο ρόλος που έπαιξαν τα τότε πολιτικά πρόσωπα και οι Αμερικανοί.
Στο άρθρο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την κρυμμένη ιστορία πίσω από την Επταετία και τον ρόλο που έπαιξαν τα τότε πολιτικά πρόσωπα, εδώ αξίζει να τονίσουμε πως το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών δεν επιβλήθηκε σε με μια δημοκρατία αλλά σε ένα άκρως Φασιστικό καθεστώς που κυβερνούσαν ξένοι παράγοντες και εγχώριοι εφιάλτες.
Πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στο πραξικόπημα.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) μεταξύ των κομμουνιστικών δυνάμεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του Εθνικού στρατού, που είχε την άμεση υποστήριξη των Άγγλων και Αμερικανών. Με την παράδοση των όπλων από πλευράς των κομμουνιστών, άρχισε να συντηρείται από τις Ελληνικές κυβερνήσεις κλίμα κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τυχόν κομμουνιστική επανάσταση. Επιπλέον, έως το 1961, με ευθύνη και πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή, δημιουργήθηκε μηχανισμός ελέγχου του Τύπου και της πληροφόρησης, με σκοπό τη στήριξη ενός ουσιαστικά αυταρχικού καθεστώτος. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείτο από στρατιωτικούς και Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, οι μισθοί των οποίων καλύπτονταν από μυστικά κονδύλια της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ) και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Οι αξιωματικοί που αποτελούσαν το μηχανισμό αυτό αξιοποίησαν αργότερα την εμπειρία τους επιβάλλοντας τη δικτατορία
Ήδη από την περίοδο 1954-7 οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τη δημοφιλία τους στην Ελλάδα, ειδικά όσον αφορά τις επιδιώξεις της δεύτερης ως προς το Κυπριακό ζήτημα. Η κορύφωση ήρθε τα έτη 1965-7 οπότε εκτιμούσαν ότι η διαφαινόμενη επανεκλογή Παπανδρέου θα επηρέαζε την επιρροή τους σε τέτοιο βαθμό που σύμφωνα με έγγραφο της πρεσβείας έπρεπε να «αποφευχθεί, ει δυνατόν χωρίς άμεση και ανοιχτή αντιπαράθεση».Μέσα στον στρατό υπήρχε παράνομη οργάνωση αξιωματικών, με το όνομα ΙΔΕΑ, που είχε σχέδιο πραξικοπήματος. Στον ΙΔΕΑ, δρούσε ο αξιωματικός Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως υφιστάμενος του στρατηγού Νάτσινα. Οι μηχανισμοί αυτοί, ενεργοποιήθηκαν, ή μάλλον πήραν την εντολή να ενεργοποιηθούν, από τον Τζον Μόρι, πράκτορα της CIA στην Αθήνα, κατ' αρχήν για την ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, στη συνέχεια όμως με κύριο στόχο την επιβολή πραξικοπηματικής κυβέρνησης, αποτελούμενης μόνο από στρατιωτικούς.
Τον Ιούλιο του 1965 σημειώθηκε σοβαρό ρήγμα στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος Ένωση Κέντρου, γνωστό στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας με τον όρο Αποστασία του 1965 ή Ιουλιανά. Αφορμή υπήρξε η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και η άρνηση του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, αν ο διάδοχος του Γαρουφαλιά δεν απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του (υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ).
Ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε από τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί στις 15 Ιουλίου 1965. Από εκείνη την ημέρα και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1966, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να σχηματίσει κυβερνήσεις με τη συμμετοχή κατά διαστήματα 48 βουλευτών της παράταξης Ένωση Κέντρου (αποστατών) που εγκατέλειψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο όρος «Αποστασία» προήλθε από τον χαρακτηρισμό αποστάτες που αποδόθηκε στους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που, υπό την προτροπή του επίσης βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πήραν μέρος ή έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Ο Κωνσταντίνος αρχικά διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς αποστάτες βουλευτές την Ένωσης Κέντρου. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στην Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο. Όλη η περίοδος που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου χαρακτηρίζεται γενικότερα ως περίοδος πολιτικής ανωμαλίας.
Η σύγκρουση είχε και οικονομικά αίτια: Όταν η Ένωση Κέντρου ανήλθε στην εξουσία, ο Παπανδρέου είχε επιβάλει στον εκατομμυριούχο μεγαλοεπενδυτή Τομ Πάπας την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων για τα διυλιστήρια της ESSO (της σημερινής ΕΚΟ). «Ο Πάπας αντέδρασε και πίεζε την ελληνική κυβέρνηση, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να σταματήσει τις «σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις»». Τελικά το φθινόπωρο του 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου υποχρέωσε τον Τομ Πάπας να υπογράψει νέα σύμβαση με την ESSO PAPAS, καταργώντας τα περισσότερα από τα μονοπώλια που είχε». Η CIA, και η πολυεθνική Esso, δεν υποχώρησαν αλλά υπονόμευαν την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Στο βιβλίο που έγραψε ο Μακάριος Δρουσιώτης, αναφέρει: «... ο Τομ Πάπας ήταν αυτός που συνέδραμε οικονομικά για την εξαγορά των βουλευτών που είχαν αποστατήσει από την Ένωση Κέντρου. Ο Λευτέρης Βόδενας συνεργάτης του τότε εκδότη των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» ο οποίος είχε ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή του Παπανδρέου, αφηγείται στο βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου «Ο εκδότης Ιωάννης Βελλίδης»:
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα.
Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.
Το Δεκέμβριο του 1967, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή των πραξικοπηματιών, το οποίο όμως απέτυχε. Ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Ελλάδα τυπικά παρέμεινε Βασιλευομένη Δημοκρατία, με τους στρατιωτικούς να ορίζουν αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη.
Η ελληνική δικτατορία 1967-1974 θεωρείται διεθνώς ένα ακόμα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, στην αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να προσεταιριστεί έθνη στην πολιτική σφαίρα επιρροής της, ενισχύοντας φιλοσοβιετικές και φιλοκομμουνιστικές ομάδες, συχνά οδηγούσε σε αντίδραση από τη μεριά των Δυτικών και κυρίως των Αμερικανών που ήταν επικεφαλής του δυτικού συνασπισμού σε όμοιες αντίστοιχες ενέργειες,στο εσωτερικό των χωρών, στις πιο βίαιες περιπτώσεις, αυτή η μάχη κατέληγε είτε σε πλήρη επικράτηση των κομμουνιστών, όπως στο Βιετνάμ/Καμπότζη, ή σε στρατιωτική δικτατορία των πιο ακραίων δυτικόφιλων εθνικιστών (Χιλή, Αργεντινή).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν αυτό που εκλάμβαναν ως κομμουνιστικό κίνδυνο με περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και εγκαθίδρυση δικτατοριών.
Σε αυτήν την δράση τους είχαν συχνά την σιωπηρή ανοχή έως και σε μερικές περιπτώσεις, την ανοιχτή συμπαράσταση της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ, μέχρι ακόμα και την ωμή παρέμβαση της CIA και των παραγόντων της.
Κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο The Third Wave, με πολλές αναφορές στην ελληνική δικτατορία και μεταπολίτευση, ο κόσμος έχει περάσει τρία κύματα αποσταθεροποίησης και δημοκρατικοποίησης. Η Ελλάδα βρέθηκε στο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, την περίοδο του 70-80 μαζί με άλλες χώρες όπως οι προαναφερθείσες Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και οι Βραζιλία, Παναμάς, Γρενάδα κ.ά.
Σχέσεις με τις ΗΠΑ
Οι εγκάρδιες χειραψίες, τα χαμόγελα και οι εναγκαλισμοί των δικτατόρων με επιφανείς Αμερικανούς πολιτικούς ή στρατιωτικούς αποτέλεσαν ισχυρότατο προπαγανδιστικό όπλο του καθεστώτος, το οποίο προέβαλε εντονότατα τις σχετικές φωτογραφίες ως απόδειξη της στήριξής του από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ο εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός πρωτοστάτησε στα σχετικά φωτογραφικά στιγμιότυπα, ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας. Ο πρώην αντιπρόεδρος και μετέπειτα πρόεδρος των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν ο πρώτος κορυφαίος Αμερικανός πολιτικός που έφτασε στην Αθήνα δύο μόλις μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 20 Ιουνίου του 1967. Το ίδιο βράδυ της άφιξής του συναντήθηκε με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, τον μόνο αρχηγό κόμματος που διέθετε σχετική ελευθερία κινήσεων, σε δείπνο που παρέθεσε σε στενό κύκλο ο πολυπράγμων Αμερικανός επιτετραμμένος Νόρμπερτ Άνσουτς, άμεσα αναμειγμένος στις πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα. Την επομένη ο Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Κόλλια, τον υπουργό Εξωτερικών Παύλο Οικονόμου-Γκούρα και τον υπουργό Εσωτερικών Στυλιανό Παττακό. Την ίδια ημέρα, πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ, ο Αμερικανός επίσημος δέχθηκε τους δημοσιογράφους στους οποίους μεταξύ άλλων δήλωσε: «Γενική εντύπωσίς μου είναι ότι όλοι οι συνομιληταί μου, μου κατέστησαν εμφαντικώς ενδεικτικόν ότι ευνοούν την αρχήν της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και ότι επιθυμούν να την αποκαταστήσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον». Μάλιστα ο Νίξον δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «επί του θέματος τούτου ο βασιλεύς είναι ιδιαιτέρως απερίφραστος και αποφασιστικός». Εξαιρετικά θερμός απέναντι στους δικτάτορες ήταν ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό του στρατιωτικού καθεστώτος Κωνσταντίνο Κόλλια στις 2 Αυγούστου του 1967, υπογραμμίζοντας ότι η επίσκεψή του «δεν έχει απλούν εθιμοτυπικόν χαρακτήρα» αλλά αποτελεούσε «και αναγνώρισιν του επιτελούμενου υπό του ιδίου και των αξιοτίμων μελών της εθνικής κυβερνήσεως δυσχερούς εθνικού έργου». Στις 28 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, επισκέφθηκε την Ελλάδα ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής στρατηγός Βαν Φλιτ. Ο πλέον ένθερμος φίλος του δικτατορικού καθεστώτος αναδείχθηκε ο Αμερικανός γερουσιαστής Έντουαρντ Ντερβίνσκι, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου του 1967.
Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενοι διάφορα εκλογικευτικά επιχειρήματα: ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν έρχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Γενικά η απουσία κάποιου ισχυρού αντιπολιτευτικού κινήματος στο εσωτερικό, η εκ μέρους της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου, υποστήριξης του καθεστώτος και οι διακηρύξεις της χούντας για την πρόωθηση μέτρων εκδημοκρατισμού λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την αμερικανική πλευρά. Το κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής στάσης «βρίσκεται στο γεγονός της φιλοατλαντικής στάσης της ηγεσίας της χούντας». Απαιτούσε λεπτό χειρισμό η δημόσια στάση που θα εκδήλωναν οι Η.Π.Α. με δεδομένη την αντίδραση της φιλελεύθερης πτέρυγας των Δημοκρατικών. Αρχικά ο Ντιν Ράσκ απέτρεψε την έκφραση λύπης της Ουάσινγκτον για το πραξικόπημα. Στη συνέχεια άσκησε διακριτική πίεση για την ασφάλεια του Ανδρέα Παπανδρέου. Δια μέσου του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα ασκήθηκε πίεση για την προώθηση, όχι άμεσα μα το ταχύτερο δυνατόν, ελευθεριών και, τέλος, ο ίδιος υιοθέτησε την πρόταση του Τάλμποτ να ανασταλεί η αποστολή βαρέων όπλων στο πλαίσιο του «Military Assistance Program».Τον Ιούλιο του 1967 η αμερικανική πλευρά και συγκεκριμένα ο Ντιν Ράσκ, ο υπουργός των Εξωτερικών των Η.Π.Α., εισηγήθηκε την μερική άρση του αποκλεισμού αποστολής βαρέων όπλων, χωρίς να αρθεί πλήρως. Είχε προηγηθεί η συνεργασία του καθεστώτος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το να επιτρέψει τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου οι Αμερικανοί κράτησαν ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κορυφής προσδοκούσαν στην επικράτηση του βασιλιά, με τις δικές του όμως δυνάμεις, και χωρίς τη δική τους βοήθεια. Η αποχώρησή του στο εξωτερικό δημιουργούσε στις Η.Π.Α. ένα ζήτημα: στερούνταν ένα βασικό επιχείρημα, λόγω της παρουσίας του για μη αναγνώριση του καθεστώτος. Τελικά, στις 23 Ιανουαρίου 1968 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας αποκαθιστώντας πλήρως τις μεταξύ τους σχέσεις'
Την μετέπειτα εξέλιξη θα την αναλύσουμε σε επόμενο άρθρο ας κρατήσουμε μόνο πως η συνέχεια δόθηκε πάλι με τις κατευθύνσεις των Αμερικανών, εμπλοκή της CIA και τα γνωστά πολιτικά πρόσωπα Κ.Καραμανλή Κ.Μητσοτάκη Α.Παπανδρέου κτλπ..
Η κατοχή συνεχίζετα.
Δεν υπάρχουν σχόλια: